Νέα
572.000€ λόγω λάθους διάγνωσης καρκίνου
Όπως περιγράφεται, οι εναγόμενοι είναι τόσο οι τρεις ιατροί όσο και μια κλινική και ένα κέντρο εργαστηριακών εξετάσεων.
Σύμφωνα με το ιστορικό, όλα ξεκίνησαν ύστερα από προληπτικές εξετάσεις -κολονοσκόπηση και δωδεκαδακτυλοσκόπηση- στις οποίες υποβλήθηκε η ενάγουσα τον Ιούνιο του 2013. Στο πλαίσιο των εξετάσεων ελήφθησαν βιοψίες και ο γιατρός που την ανέλαβε συνέστησε περιοδικό έλεγχο και παρακολούθηση. Οι βιοψίες απεστάλησαν στο εναγόμενο ιδιωτικό διαγνωστικό κέντρο, όπου εξετάστηκαν από δύο παθολογοανατόμους, ενώ η ηλικιωμένη πληροφορήθηκε λίγες μέρες αργότερα τα αποτελέσματα, οπότε απευθύνθηκε στον εναγόμενο γιατρό-χειρουργό προκειμένου να διερευνηθεί η κατάσταση της υγείας της.
Η ενάγουσα ανέφερε στον χειρουργό ότι δεν έχει συμπτώματα και εκείνος, αφού συμβουλεύτηκε τη διενεργηθείσα -από τις εναγόμενες γιατρίνες- παθολογοανατομική εξέταση προχώρησε σε δακτυλική εξέταση της ασθενούς, διαπιστώνοντας -όπως την πληροφόρησε- ότι έπασχε από αδένωμα σε μέγεθος καρυδιού και ότι η κατάστασή της ήταν επείγουσα.
Σύμφωνα με την απόφαση, αρκούμενος στην ανακοίνωση ότι έπρεπε να είχε χειρουργηθεί «χθες», ο εναγόμενος γιατρός έκανε όλες τις απαραίτητες ενέργειες και εισήγαγε την ηλικιωμένη στην εναγόμενη κλινική, όπου ο ίδιος διατηρεί γραφείο, προκειμένου να υποβληθεί άμεσα σε χειρουργική επέμβαση, με διάγνωση «κακόηθες νεόπλασμα του ορθού».
Την επομένη της εισαγωγής, η γυναίκα εισήλθε στο χειρουργείο, όπου υπεβλήθη σε κοιλιοπεριναϊκή ορθοσιγμοειδεκτομή, ενώ μετά την επέμβαση παρέμεινε δύο εβδομάδες νοσηλευόμενη στην κλινική.
Όταν, λίγες μέρες αργότερα, η ενάγουσα ενημερώθηκε για τα αποτελέσματα της ιστολογικής εξέτασης, άρχισε να αμφιβάλλει ότι έπασχε από καρκίνο κι έτσι ζήτησε και έλαβε το υλικό, το οποίο και παρέδωσε προς επανεξέταση σε άλλο διαγνωστικό κέντρο.
Όπως αναφέρεται στην απόφαση, με βάση την εξέταση του ίδιου υλικού που ακολούθησε, αποδείχθηκε χωρίς αμφιβολία ότι η ενάγουσα δεν έπασχε από κακοήθες νεόπλασμα του ορθού. Κατά την ίδια απόφαση, «αποδείχθηκε ότι εξαιτίας της ανωτέρω εγχείρισης που υπέστη η ενάγουσα, εκτός του ότι λόγω του ακρωτηριασμού του εντέρου και του πρωκτού, έχει υποστεί μόνιμη κολοστομία μη αναστρέψιμη, έχει δημιουργηθεί στην περιοχή, ως επιπλοκή της επέμβασης, κήλη, η οποία μπορεί να αντιμετωπιστεί χειρουργικά, όμως αποτελεί πολύπλοκη διαδικασία και υπάρχει κίνδυνος ανοίγματος νέας στομίας σε άλλο σημείο».
Στην απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης αναφέρεται πως «εξαιτίας της χειρουργικής επέμβασης, η ενάγουσα έχει καταστεί ανάπηρη, καθώς η φυσική οργανική εντερική λειτουργία καταργήθηκε και δημιουργήθηκε παρά φύσιν έδρα, η οποία είναι μόνιμη και μη αναστρέψιμη». Η μόνιμη αναπηρία έχει επηρεάσει κάθε έκφανση της ζωής της ενάγουσας και έχει μειώσει σημαντικά την ποιότητα της ζωής της.
Η ενάγουσα -πάντα κατά την απόφαση- μετά την εγχείριση αποδείχθηκε ότι δεν συμμετέχει σε καμία κοινωνική εκδήλωση, αλλά βρίσκεται καθηλωμένη στο σπίτι της θυγατέρας της στην Αμερική, όπου αναγκάστηκε να μετακομίσει, προκειμένου η τελευταία να μπορεί να την περιποιείται.
Χαρακτηρίζεται ως λανθασμένη, ως προς τα συμπέρασμά της, η παθολογοανατομική εξέταση, χωρίς την οποία η ηλικιωμένη δεν θα είχε οδηγηθεί ποτέ στο χειρουργείο. Εξάλλου, σε ό,τι αφορά τον χειρουργό-γιατρό επισημαίνεται, μεταξύ άλλων, ότι αρκέστηκε στην κλινική εξέταση της ασθενούς σε συνδυασμό με τα αποτελέσματα της παθολογοανατομικής εξέτασης και παρέλειψε να ζητήσει τη διενέργεια κι άλλων διαγωνιστικών εξετάσεων, όπως η μαγνητική τομογραφία πυέλου και το ενδοσκοπικό υπερηχογράφημα του ορθού και του εντέρου.