Τροχαιο
Τροχαίο με όχημα που δεν είναι αποδεδειγμένα ανασφάλιστο
Πρόσφατη απόφαση του Αρείου Πάγου ορίζει οτι το θύμα μπορεί να κατευθύνει την αξίωση του κατά της ασφαλιστικής ή και κατά του Επικουρικού Ταμείου που ειναι υπεύθυνο για την κάλυψη απο ανασφάλιστα οχήματα. Η απόφαση αυτή ευθυγραμμιζει την ελληνική νομοθεσία με την κοινοτική.
Το Επικουρικό Ταμείο ειναι υποχρεωμένο να καταβάλει την αποζημιωση, χωρις αναβολή, χωρις να πρέπει αποδειχθεί οτι ο υπευθυνος δεν ειναι σε θεση να πληρώσε
Ετσι προστατεύεται το θύμα που θα έπρεπε να αποδειχθεί πρώτα ποιος καλύπτει, πριν απευθυνθεί στο Επικουρικό Ταμείο, ειδικά υπό το φως της πιθανής παραγραφής της ευθυνης μετά απο δύο χρόνια.
Η παρακάτω απόφαση του Αρείου Πάγου περιγράφει αναλυτικά την περίπτωση:
Απόφ., ΑΠ 1134/2014
Πρόεδρος : Νικόλαος Λεοντής
Εισηγητής : Δημητρούλα Υφαντή
Μέλη : Βασιλική Θάνου-Χριστοφίλου - Ιωάννα Πετροπούλου - Γεώργιος Σακκάς
Δικηγόροι : Βασίλης Σπανουδάκης - Βασίλειος Κούρτης
Κείμενο Απόφ, ΑΠ 1134/2014
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 68, 74, 75, 79, 118, 216 § 1, 218 και 219 ΚΠολΔ, συνάγεται ότι δεν επιτρέπεται η διαζευκτική ή επικουρική εναγωγή, γιατί το πρόσωπο του δικαιούχου ενάγοντος και του υπόχρεου εναγομένου πρέπει να είναι ορισμένο και θετικό και να συνάπτεται με τα πραγματικά περιστατικά που δικαιολογούν την ιδιότητα αυτού, ως ενάγοντος ή εναγομένου. Διαζευκτική εναγωγή υπάρχει όταν ενάγουν ή ενάγονται περισσότερα πρόσωπα, χωρίς να προσδίδεται σε ένα από αυτά, κατά τρόπο οριστικό ή θετικό, η ιδιότητα του ενάγοντος ή του εναγομένου και δικαιούχου ή υπόχρεου αντίστοιχα, από την έννομη σχέση της δίκης. Επικουρική εναγωγή υπάρχει, όταν ο δεύτερος και οι επόμενοι ενάγουν ή ενάγονται για την περίπτωση της απόρριψης της αγωγής κατά του αμέσως προηγούμενου αυτών. Και στις δύο περιπτώσεις δεν πρόκειται για ενεργητική ή παθητική ομοδικία, αντίστοιχα, των άρθρων 74 επ. ΚΠολΔ, καθόσον οι ενάγοντες ή οι εναγόμενοι δεν είναι κοινωνοί της ίδιας απαίτησης ή υποχρέωσης, αντίστοιχα, έναντι του εναγομένου ή ενάγοντος, αντίστοιχα, αφού ένας μόνο είναι ο δικαιούχος ή ευθύνεται, αλλά υπάρχει αμφιβολία προς αυτούς. Επομένως, επί διαζευκτικής ή επικουρικής εναγωγής, περισσοτέρων προσώπων η αγωγή είναι απαράδεκτη, λόγω της ακυρότητας του δικογράφου που δημιουργείται, επί μεν διαζευκτικής εναγωγής από την πλήρη αοριστία της αγωγής, ως προς το πρόσωπο του διαδίκου, επί δε της επικουρικής εναγωγής, λόγω της άσκησης της αγωγής υπό την αίρεση της απόρριψης αυτής, ως προς τον ενάγοντα ή τον εναγόμενο, η οποία δεν επιτρέπεται και συνεπώς απορρίπτεται και με αυτεπάγγελτη έρευνα από το δικαστήριο (ΑΠ 605/2013, 670/2011, 1543/2009, 1821/2007). Περαιτέρω, κατά το άρθρο 246 ΚΠολΔ το δικαστήριο σε κάθε στάση της δίκης μπορεί αυτεπαγγέλτως ή ύστερα από αίτηση κάποιου διαδίκου να διατάξει την ένωση και συνεκδίκαση περισσοτέρων εκκρεμών ενώπιον του δικών ανάμεσα στους ίδιους ή διαφορετικούς διαδίκους, αν υπάγονται στην ίδια διαδικασία και κατά την κρίση του διευκολύνεται ή επιταχύνεται η διεξαγωγή της δίκης ή επέρχεται μείωση των εξόδων. Η συνεκδίκαση, κατά την έννοια της διατάξεως αυτής, αποσκοπεί στην ενοποίηση της διαδικασίας προς διευκόλυνση ή επιτάχυνση της διεξαγωγής της δίκης ή προς μείωση των εξόδων, αποτελούσα ειδικότερη εκδήλωση της αρχής της οικονομίας της δίκης, χωρίς όμως να επιφέρει καμία μεταβολή στις σχέσεις των διαδίκων των ενωμένων διαφορετικών δικών, οι οποίες διατηρούν την αυτοτέλεια τους. Έτσι με την συνεκδίκαση δεν μεταβάλλονται οι ενάγοντες ή οι εναγόμενοι κλπ των συνεκδικαζομένων υποθέσεων σε ομόδικους. Τούτο περαιτέρω σημαίνει ότι δικαίωμα ασκήσεως ενδίκου μέσου κατά της αποφάσεως που εκδόθηκε επί των συνεκδικαζομένων δικών έχει κάθε διάδικος εκάστης από τις αυτοτελείς συνεκδικαζόμενες δίκες, ο οποίος οφείλει να απευθύνει αυτό κατά του αντιδίκου του στην ίδια αυτοτελή δίκη και όχι κατά των διαδίκων των άλλων συνεκδικαζομένων δικών (ΑΠ 1355/2004). Ο ηττηθείς διάδικος των αυτοτελών συνεκδικασθεισών δικών ασκών έφεση κατά της εκδοθείσης οριστικής αποφάσεως και απευθύνων αυτήν κατά διαφόρων διαδίκων δικαιούται, εν όψει και της διατάξεως του άρθρου 514 Κ.Πολ.Δ., να σωρεύσει αυτοτελείς κατά καθενός εκάστου αιτιάσεις, το παραδεκτό των οποίων κρίνεται αυτοτελώς όχι δε και σε σχέση με τους άλλους, ούτως ώστε αν ο λόγος που αφορά τον ένα διάδικο αντιφάσκει προς τον λόγο που αφορά άλλο διάδικο, να μη δημιουργείται απαράδεκτο του ενός ή πολλώ μάλλον και των δυο λόγων, η αντιφατικότητα των οποίων δικαιολογείται εκ της αντιφατικότητος του περιεχομένου των αυτοτελών εισαγωγικών των δικών δικογράφων. Τα προαναφερθέντα εφαρμόζονται σε αυτοκινητιστικά ατυχήματα όπου αντιμετωπίζεται το ενδεχόμενο το ζημιογόνο αυτοκίνητο να είναι ανασφάλιστο, οπότε ευθύνεται το Επικουρικό Κεφάλαιο, δυνατό, όμως να προκύψει ότι υφίσταται πράγματι ενεργός ασφάλιση με ευθυνόμενη ασφαλιστική εταιρεία, με το ενδεχόμενο η μεταγενέστερη εναντίον της άσκηση αγωγής να υπόκειται στο κίνδυνο παραγραφής. Στην περίπτωση αυτή, παραδεκτώς δικονομικά τρόπος παράκαμψης της ως άνω δυσκολίας είναι η άσκηση δύο χωριστών αγωγών, μίας κατά του ασφαλιστή και άλλης κατά του Επικουρικού Κεφαλαίου. Οι χωριστές αυτές αγωγές είναι δυνατό είτε να δικασθούν χωριστά, είτε να συνεκδικασθούν στην ίδια δικάσιμο από το ίδιο δικαστήριο κατ' άρθρ. 246 Κ.Πολ.Δ. Στη δεύτερη αυτή περίπτωση, δεν έχει σημασία η μεταξύ τους τυπική αντιφατικότητα, αφού στη μεν αγωγή κατά του ασφαλιστή το ζημιογόνο αυτοκίνητο εμφανίζεται ως ασφαλισμένο, στη δε αγωγή κατά του Επικουρικού Κεφαλαίου ως ανασφάλιστο. Η αντιφατικότητα της αγωγής, που δεν επιτρέπεται ενόψει του άρθρου 218 Κ.Πολ.Δ., ερευνάται χωριστά για κάθε αγωγή στο πλαίσιο της συνεκδικάσεως και όχι σε συσχετισμό με άλλη. Σε περίπτωση που απορριφθεί η αγωγή κατά του ασφαλιστή, αλλά και κατά του Επικουρικού Κεφαλαίου, γιατί θα κριθεί ότι το ζημιογόνο αυτοκίνητο είναι ασφαλισμένο σε τρίτη ασφαλιστική εταιρία, μη διάδικο, είναι δυνατό ν' ασκηθεί έφεση από τον ζημιωθέντα ενάγοντα και των δύο συνεκδικασθεισών αγωγών, του οποίου απορρίφθηκαν οι αγωγές με αυτοτελείς λόγους που αφορούν ο καθένας κάθε μία των συνεκδικασθεισών υποθέσεων (αγωγών), χωρίς εντεύθεν να δημιουργείται οποιοδήποτε απαράδεκτο λόγω της προαναφερθείσας αυτοτέλειας των συνεκδικαζομένων υποθέσεων που επεκτείνεται και στους λόγους έφεσης που αφορούν κάθε μία των συνεκδικασθεισών αγωγών, εφ' όσον άλλωστε το Εφετείο δικαιούται δικονομικά είτε να διατάξει τον επαναχωρισμό των δύο δικών επί των δύο αγωγών, σύμφωνα με το άρθρο 247 Κ.Πολ.Δ., που εφαρμόζεται και στην έκκλητη δίκη κατ' άρθρο 524 παρ. 1 Κ.Πολ.Δ., είτε να αναβάλλει τη συζήτηση της μιας συνεκδικασθείσας αγωγής κατ' άρθρο 249 Κ.Πολ.Δ. Ανεξαρτήτως όμως από τη θεμελίωσή της σε αμιγώς δικονομικό επίπεδο η νομική αυτή παραδοχή ερείδεται και στις αμέσως παρακάτω σημειούμενες κατά περίπτωση διατάξεις.
Ειδικότερα κατά τις διατάξεις των άρθρων 10 παρ. 1 και 11 του ν. 489/1976 "περί της υποχρεωτικής ασφαλίσεως της εξ ατυχήματος αστικής ευθύνης", όπως ο νόμος αυτός κωδικοποιήθηκε με το Π.Δ. 237/1986, και οι διατάξεις εκείνες περιλήφθηκαν στα αντίστοιχα ταυτάριθμα άρθρα του, το πρόσωπο που ζημιώθηκε έχει από την ασφαλιστική σύμβαση και μέχρι το ποσό αυτής ιδία αξίωση κατά του ασφαλιστή, ο οποίος δεν μπορεί να αντιτάξει κατ αυτού, όταν ασκεί την παραπάνω αξίωση ενστάσεις που απορρέουν από την ασφαλιστική σύμβαση, ενώ η ακύρωση, η λήξη ή η αναστολή της ασφαλιστικής σύμβασης δύναται να αντιταχθεί κατά του τρίτου που ζημιώθηκε μόνο αφού το ατύχημα συνέβη μετά πάροδο δεκαέξι ημερών από την εκ μέρους του ασφαλιστή γνωστοποίηση της ακύρωσης ή λήξης ή αναστολής. Περαιτέρω κατά τη διάταξη του άρθρου 19 παρ. 1 στοιχ. β τ ου ιδίου ν. 489/1976 το επικουρικό κεφάλαιο είναι υποχρεωμένο να καταβάλει στα πρόσωπα που ζημιώθηκαν την κατά την παράγραφο 2 του άρθρου αυτού αποζημίωση λόγω θανάτωσης ή σωματικών βλαβών ή υλικών ζημιών από αυτοκινητικά ατυχήματα, όταν: ...β) το ατύχημα προήλθε από αυτοκίνητο ως προς το οποίο δεν έχει εκπληρωθεί η κατά το άρθρο 2 υποχρέωση, δηλαδή από ανασφάλιστο αυτοκίνητο. Εξάλλου με το άρθρο 2 του ΠΔ 314/1993 "περί συμμόρφωσης προς ορισμένες διατάξεις της οδηγίας 90/232/ΕΟΚ Συμβουλίου ΕΟΚ για την προσέγγιση των νομοθεσιών των κρατών μελών, σχετικά με την ασφάλιση αστικής ευθύνης που προκύπτει από την κυκλοφορία αυτοκινήτων οχημάτων" ορίζεται: "Ωστόσο δεν επιτρέπεται στο επικουρικό κεφάλαιο να απαιτεί, προκειμένου να καταβάλει την αποζημίωση, να αποδείξει το θύμα κατά οιονδήποτε τρόπο, ότι το υπεύθυνο για το ατύχημα μέρος δεν είναι σε Θέση ή αρνείται να πληρώσει". Το δε άρθρο 3 του ίδιου ΠΔ 314/1993 ορίζει: "Στην παράγραφο 5 του άρθρου 19 του ΠΔ 237/1986 (άρθρ. 50 παρ. 10 Ν. 1589/1985) προστίθεται δεύτερο εδάφιο ως εξής: " Σε περίπτωση διαφοράς μεταξύ του επικουρικού κεφαλαίου και του ασφαλιστή αστικής ευθύνης για το ποιος πρέπει να αποζημιώσει το Θύμα γιο σωματικές βλάβες που προκαλούνται από όχημα αγνώστων στοιχείων ή για, υλικές ζημίες και σωματικές βλάβες ανασφαλίστου οχήματος, το επικουρικό κεφάλαιο υποχρεούται σε πρώτη φάση να αποζημιώσει το Θύμα. Αν τελικά αποφασισθεί ότι ο ασφαλιστής αστικής ευθύνης θα έπρεπε να έχει καταβάλει την αποζημίωση εξ ολοκλήρου ή εν μέρει, ο ασφαλιστής αστικής ευθύνης Θα επιστρέψει το οφειλόμενο ποσό στο επικουρικό κεφάλαιο που την κατέβαλε (90/232/ΕΟΚ αριθ. 4 ". Στο προοίμιο δε της ανωτέρω οδηγίας αναφέρονται τα ακόλουθα: "ότι πάντως, στην περίπτωση ατυχήματος που έχει προκληθεί από ανασφάλιστο όχημα, απαιτείται από το Θύμα σε ορισμένα κράτη μέλη να αποδείξει ότι το υπεύθυνο μέρος δεν είναι σε Θέση η ότι αρνείται να καταβάλει την αποζημίωση, προτού προσφύγει στον οργανισμό αυτό. ότι ο οργανισμός αυτός βρίσκεται σε ευνοϊκότερη Θέση σε σχέση με το Θύμα για να ασκήσει αγωγή εναντίον του υπευθύνου μέρους. Ότι συνεπώς Θα πρέπει να αποφεύγεται ο οργανισμός αυτός να μπορεί να απαιτεί από το Θύμα να αποδείξει προκειμένου να αποζημιωθεί , ότι ο υπεύθυνος δε είναι σε Θέση ή αρνείται να πληρώσει". Από το συνδυασμό των ανωτέρω διατάξεων , και ειδικότερα των διατάξεων των άρθρων 2, 3 ΠΔ 3/4/1993, 3 και 4 της ανωτέρω τρίτης οδηγίας 99/232 ΕΟΚ του Συμβουλίου της 14-5-1990, καθώς και από το προοίμιό της, προκύπτει ότι σκοπός των διατάξεων αυτών, καθώς και των διατάξεων των άρθρων 10 παρ. 1 και 11 του ν. 489/1976, είναι η προστασία του Θύματος σε περίπτωση ατυχήματος που έχει προκληθεί από ανασφάλιστο όχημα και ότι δεν επιτρέπεται στο Ε.Κ. να απαιτεί, προκειμένου να καταβάλει την αποζημίωση, να αποδείξει το θύμα καθοιονδήποτε τρόπο, ότι το υπεύθυνο για το ατύχημα μέρος, (δηλαδή ο κύριος, ο οδηγός και η ασφαλιστική εταιρία), δεν είναι σε Θέση ή ότι αρνείται να πληρώσει", σε περίπτωση δε που υπάρχει διαφορά μεταξύ του Ε.Κ. και του ασφαλιστή αστικής ευθύνης για το ποιός πρέπει να αποζημιώσει το θύμα, (γιατί τω μεν Ε.Κ. ισχυρίζεται ότι το ζημιογόνο όχημα δεν είναι ανασφάλιστο, αλλά είναι ασφαλισμένο στην ασφαλιστική εταιρία, ενώ το αντίθετο υποστηρίζει η ασφαλιστική εταιρία) το Ε.Κ. "υποχρεούται σε πρώτη φάση να αποζημιώσει το θύμα" κα μάλιστα "χωρίς αναβολή", (Βλ. άρθρ. 4 παρ.1 της ανωτέρω Οδηγίας). Οι διατάξεις αυτές των άρθρων 2 κα 3 του Π.Δ. 314/1993 ως ειδικές υπερισχύουν, από τις γενικές, είναι δε κατά ένα μέρος και δικονομικές με την έννοια ότι , αν και είναι αντιφατικές οι βάσεις της αγωγής του παθόντος ή ασκούνται υπό αίρεση (αρθρ.218 και 219 ΚπολΔ , επιτρέπεται η διαζευκτική ή σωρευτική ή επικουρική άσκηση αγωγής του παθόντος κατά του Ε.Κ. και της ασφαλιστικής εταιρίας, όταν υπάρχει εύλογη αμφιβολία (διαφορά, έρις), αν είναι ασφαλισμένο η όχι το ζημιογόνο αυτοκίνητο, όπως προκύπτει από τη φράση ότι το Ε.Κ. "υποχρεούται σε πρώτη φάση να αποζημιώσει το θύμα", και "αν τελικά αποφασισθεί ότι ο ασφαλιστής Θα έπρεπε να καταβάλει την αποζημίωση... ", γιατί αποδείχθηκε ότι το ζημιογόνο αυτοκίνητο είναι ασφαλισμένο, "Θα επιστρέψει το οφειλόμενο ποσό στο Ε.Κ.". Πράγματι η προσθήκη που έγινε με τα παραπάνω άρθρα 2 και 3 του ΠΔ 314/1993 αποβλέπει να ρυθμίσει σχέσεις όχι μόνο μεταξύ ασφαλιστή και Ε.Κ., αλλά επί πλέον και σχέσεις μεταξύ τούτων και του παθόντος. Ο τελευταίος έχοντας λόγους να πιστεύει ότι το ζημιογόνο αυτοκίνητο είναι ανασφάλιστο, γιατί αυτό του δήλωσε κατά το ατύχημα ο οδηγός ή ο κύριός του ή ότι παρήλθε το διάστημα της ασφαλίσεως ή γιατί ακυρώθηκε ή έληξε η ασφαλιστική σύμβαση ή για οποιοδήποτε άλλο λόγο, ευλόγως μετά τα ανωτέρω στρέφει την αγωγή του κατά του Ε.Κ. Το τελευταίο εναγόμενο δεν επιτρέπεται να επικαλεστεί ότι υπάρχει σύμβαση ασφαλίσεως και κατόπιν τούτου δεν ευθύνεται τούτο. Κάτι τέτοιο θα είχε τον κίνδυνο, απορριπτομένης της αγωγής του κατά του Ε.Κ. να περιαγάγει τον παθόντα σε αδιέξοδο στη νέα δίκη κατά του ασφαλιστή. Τούτο γιατί ο τελευταίος έχοντας εις χείρας του όλα τα στοιχεία θα ήταν σε θέση να ισχυριστεί και αποδείξει ότι η σύμβαση ασφαλίσεως ακυρώθηκε και ότι γνωστοποιήθηκε από αυτό στον ασφαλισμένο, το δε ατύχημα συνέβη μετά πάροδο 16 ημερών από τη γνωστοποίηση, η ότι παρήλθε η διετής παραγραφή του άρθρου 19 παρ. 2 ν. 489/1976. κάτι τέτοιο θα είχε ως αποτέλεσμα να προσφέρει στον παθόντα δυο τελεσίδικες απορριπτικές αποφάσεις, ήτοι μία κατά του ασφαλιστή και άλλη κατά του Ε.Κ., και έτσι να μη λάβει καμία αποζημίωση. Τούτο όμως είναι αντίθετο προς το σκοπό, που επιδιώκεται με τις ανωτέρω διατάξεις των άρθρων 2 και 3 του Π.Δ. 314/1993, που είναι η προστασία και αποζημίωση του παθόντος, όπως προαναφέρθηκε. Και τούτο διότι το ανωτέρω αποτέλεσμα της απόρριψης της αγωγής του θύματος είναι άδικο, γιατί ενώ ο παθών έχει δίκιο, τελικά δεν αποζημιώνεται (ΑΠ 56/2004).
Στην προκειμένη περίπτωση από τα διαδικαστικά έγγραφα της δίκης προκύπτουν τ' ακόλουθα:
Εναντίον του αναιρεσιβλήτου Επικουρικού Κεφαλαίου ως και του Π. Λ. και της Α. Λ. άσκησε ο αναιρεσείων ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Ρεθύμνης την από 30-7-07 αγωγή διώκουσα την ανόρθωση ζημίας μου, υλικής και ηθικής βλάβης, προκληθείσας εξ υπαιτιότητος του εναχθέντος Π. Λ. ως οδηγού ανασφαλίστου οχήματος επιπεσόντος στην από αυτόν οδηγουμένη μοτοσυκλέτα μου. Στη διάρκεια της εκκρεμοδικίας περιήλθε σε γνώση του αναιρεσείοντος η πληροφορία ότι το ζημιογόνο όχημα ήταν ασφαλισμένο στην ασφαλιστική εταιρεία "ΑΙΓΑΙΟΝ", γι' αυτό εκ λόγων αποφυγής του κινδύνου παραγραφής της αξίωσης κατά της ίδιας ασφαλιστικής εταιρείας άσκησε κατ' αυτής αυτοτελή αγωγή αποζημιώσεως, της οποίας η συζήτηση έγινε στην ίδια δικάσιμο με αυτήν της αγωγής κατά του Επικουρικού Κεφαλαίου. Οι υπαίτιοι της ζημίας του αναιρεσείοντος άσκησαν κατά της εν λόγω ΑΕ "ΑΙΓΑΙΟΝ" προσεπίκληση και ενωμένη με αυτήν αγωγή. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο εξέδωσε την υπ' αρ. 60/2011 απόφαση με την οποία διέταξε την ένωση και συνεκδίκαση των αγωγών και ακολούθως: α) απέρριψε την αγωγή του αναιρεσείοντος κατά του Επικουρικού Κεφαλαίου, β) απέρριψε την αγωγή του αναιρεσείοντος κατά της ΑΕ ΑΙΓΑΙΟΝ δεχόμενο ότι το όχημα ήταν ασφαλισμένο σε άλλη Εταιρεία ειδική διάδοχο της ανωτέρω, γ) δέχθηκε την αγωγή του αναιρεσείοντος ως προς τους υπαιτίους της ζημίας του οδηγό και ιδιοκτήτη του ζημιογόνου οχήματος. Κατά της αποφάσεως αυτής άσκησε έφεση ο αναιρεσείων την οποία απηύθυνε κατά των εναγομένων της δικής του αγωγής μεταξύ των οποίων και το ΕΠΙΚΟΥΡΙΚΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ ως και κατά της εναγομένης της άλλης αγωγής ΑΕ ΑΙΓΑΙΟΝ παραπονούμενος με αυτοτελείς λόγους για κακή εκτίμηση των αποδείξεων. Το Εφετείο Κρήτης εξέδωσε την 226/13 απόφαση με την οποία απέρριψε την έφεση του αναιρεσείοντος ως προς το ΕΠΙΚΟΥΡΙΚΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ και την ασφαλιστική εταιρεία "ΑΙΓΑΙΟΝ" ως απαράδεκτη "λόγω ακυρότητος του δικογράφου εφόσον ο πρώτος λόγος εφέσεως που αφορά το Επικουρικό Κεφάλαιο και ο τρίτος λόγος εφέσεως που αφορά την ασφαλιστική εταιρεία ΑΙΓΑΙΟΝ και την εναντίον της αυτοτελή αγωγή δεν σωρεύονται επικουρικά και ως εκ τούτου είναι αντιφατικοί μεταξύ τους, καθόσον για τη θεμελίωση του πρώτου λόγου ο εκκαλών επικαλείται τη μη κατάρτιση μεταξύ του ιδιοκτήτη του ζημιογόνου κατά την αγωγή οχήματος και κάποιας ασφαλιστικής εταιρείας σύμβασης ασφάλισης, για δε τη θεμελίωση του τρίτου λόγου της επικαλείται τη κατάρτιση τέτοιας σύμβασης μεταξύ του ιδιοκτήτη του ανωτέρω ζημιογόνου οχήματος και της εφεσίβλητης ασφαλιστικής σύμβασης".
Παράλληλα το Εφετείο με την ίδια απόφασή του απέρριψε την προσεπίκληση των εναγομένων της αγωγής του αναιρεσείοντος, γιατί έκρινε ότι το ζημιογόνο όχημα ήταν όντως ανασφάλιστο ώστε να τίθεται πλέον ζήτημα βασιμότητας της αγωγής, του αναιρεσείοντος κατά του αναιρεσιβλήτου Επικουρικού Κεφαλαίου. Έτσι που έκρινε το Εφετείο, απορρίπτοντας τον ενδιαφέροντα εν προκειμένω αυτοτελή λόγο εφέσεως, που αφορούσε το αναιρεσίβλητο Επικουρικό Κεφάλαιο, παρά το νόμο κήρυξε ακυρότητα και δικονομικό απαράδεκτο και επομένως, ο μοναδικός λόγος του κυρίως δικογράφου αλλά και ο μοναδικός πρόσθετος λόγος από τον αριθ. 14 του άρθρ. 559 του Κ.Πολ.Δ. κρίνονται βάσιμοι.
Μετά τα παραπάνω πρέπει να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη κατά το μέρος της μόνο που απέρριψε ως απαράδεκτο τον πρώτο λόγο της από 21-7-2011 έφεσης του αναιρεσείοντος που αφορούσε την απόρριψη της από 30-7-2007 αγωγής του αναιρεσείοντος ως προς το τρίτο εναγόμενο Επικουρικό Κεφάλαιο, να παραπεμφθεί η υπόθεση για περεταίρω εκδίκαση στο ίδιο Εφετείο κατά το ίδιο κεφάλαιό της αφού είναι δυνατή η σύνθεσή του από άλλους δικαστές (άρθρο 580 παρ. 3 ΚΠολΔ), να διαταχθεί η απόδοση του παραβόλου που κατατέθηκε κατά την άσκηση της αίτησης αναίρεσης στον καταθέσαντα και να καταδικασθεί το αναιρεσίβλητο Επικουρικό Κεφάλαιο στα δικαστικά έξοδα του αναιρεσείοντα. (άρθρο 183 ΚΠολΔ) που κατέθεσε και έγγραφες προτάσεις.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Αναιρεί την υπ'αριθ. 226/2013 απόφαση του Εφετείου Κρήτης κατά το εις το σκεπτικό μέρος της.
Παραπέμπει την υπόθεση κατά το αναιρούμενο μέρος της για περαιτέρω εκδίκαση στο ίδιο δικαστήριο που θα συγκροτηθεί από άλλους δικαστές.
Διατάσσει την απόδοση του παραβόλου (με αριθ. 063244, 063245, και 063246 παραβόλων υπέρ ΤΑ.Χ.ΔΙ.Κ., και των υπ' αριθ. 382752 και 2821174 παραβόλων Δημοσίου καθώς και του υπ' αριθ. 21938 διπλοτύπου Δ.Σ. Ηρακλείου).
Καταδικάζει το αναιρεσίβλητο Επικουρικό Κεφάλαιο στα δικαστικά έξοδα του αναιρεσείοντα που ορίζει σε τρεις χιλιάδες πεντακόσια ευρώ (3.500) ευρώ.
ΚΡΙΘΗΚΕ