Τροχαιο
Τροχαίο λόγω ελιγμών αποφυγής ζώου.
Καταρχήν ειναι συχνά αδύνατο να αποδειχθεί οτι όντως υπήρχε το ζώο διότι εκείνο απομακρύνεται και δεν υπάρχουν μάρτυρες να το επιβεβαιώσουν. Επίσης τα δικαστήρια συνήθως δεν το θεωρούν απρόβλεπτο γεγονός η λόγο ανωτέρας βίας αφού η αποφυγή του θα ήταν δυνατή με συνετή οδήγηση και επιτρεπτή απο τις συνθήκες ταχύτητα.
Στην περίπτωση που το ζώο ήταν υπό την επιτήρηση του ιδιοκτήτη του, για παράδειγμα πρόβατα η αγελάδες, μπορεί να υπάρχει μέρος της υπαιτιότητας σε αυτόν που έχει τη ευθύνη της επιτήρησης τους.
Αναιρετική Διαδικασία - Υπαιτιότητα - Σύγκρουση Αντιθέτως Κινουμένων ΙΧ οχήματος και μπετονιέρας - Παρεμβολή Ζώου
Αναιρείται εφετειακή απόφαση έκρινε αποκλειστικός υπαίτιο τον οδηγό του ΙΧΕ, ο οποίος ισχυριζόμενος ότι προσπάθησε να αποφύγει πρόβατο επί του οδοστρώματος, οδηγώντας με υπερβολική ταχύτητα απώλεσε τον έλεγχο του οχήματός με αποτέλεσμα να εκτραπεί σε προστατευτικές μπάρες στο ρεύμα πορείας του, στη συνέχεια να εισέλθει αιφνίδια στο αντίθετο ρεύμα κυκλοφορίας της οδού και να προσκρούσει επί της κανονικώς κινουμένης μπετονιέρας.
Συγκεκριμένα κρίθηκε ότι το Εφετείο στην απόφασή του δεν προσδιορίζει με σαφήνεια την ταχύτητα αμφοτέρων των οχημάτων. Ενώ αρχικά δέχεται, ότι ο οδηγός του ΙΧΕ, προκειμένου να αποφύγει το στην πορεία του κινούμενο ζώο, τροχοπέδησε και παράλληλα έκανε ελιγμό προς τα δεξιά, με αποτέλεσμα να καταλήξει στις εκ δεξιών του προστατευτικές μπάρες, επί των οποίων προσέκρουσε ελαφρά, στη συνέχεια δέχεται ότι προσέκρουσε σ' αυτές με σφοδρότητα.
Επιπροσθέτως η προσβαλλόμενη απόφαση στην αρχή δέχεται την ύπαρξη προβάτου στο μέσον του οδοστρώματος, στο ρεύμα πορείας του οδηγού του Ι.Χ.Ε. αυτοκινήτου, στη συνέχεια κρίνει αντιφατικά ότι δεν υπήρξε πρόβατο, με αποτέλεσμα να μην μπορεί να εξακριβωθεί ποιο πραγματικό γεγονός έγινε δεκτό (υπήρξε ή δεν υπήρξε πρόβατο).
Αναφορικά με την απόσταση από την οποία αντιλήφθηκε ο αναιρεσίβλητος οδηγός της μπετονιέρας τον κίνδυνο, η προσβαλλόμενη απόφαση περιέχει ασαφείς παραδοχές.
Τα στοιχεία αυτά είναι απαραίτητα προκειμένου να διαπιστωθεί σε τίνος ή τίνων οδηγών την αμελή συμπεριφορά και σε τι ποσοστό, οφείλεται η επελθούσα σύγκρουση και το εξ αυτής αποτέλεσμα του θανάτου του οδηγού του ΙΧΕ.
Διακοπή Δίκης λόγω Θανάτου Διαδίκου - Επανάληψη από τους κληρονόμους με ενιαία δήλωση κατά την εκφώνηση
Η βίαιη διακοπή της δίκης, που επέρχεται από το θάνατο του διαδίκου, καθώς και η εκούσια επανάληψη αυτής από τους κληρονόμους του, μπορούν να γνωστοποιηθούν διαδοχικά με ενιαία δήλωση στο ακροατήριο, κατά την εκφώνηση της υποθέσεως προς συζήτηση, εφόσον δεν υπάρξει αμφισβήτηση της ιδιότητάς τους ως κληρονόμων, οπότε ακολουθεί αμέσως η συζήτηση της υποθέσεως.
Αναίρεση απόφασης λόγω μη νόμιμης σύνθεσης - Δημοσίευση της απόφασης από δικαστές που δεν έλαβαν μέρος στη έκδοσή της & Προϋποθέσεις
Αναίρεση επιτρέπεται και αν το δικαστήριο δεν είχε τη νόμιμη σύνθεση ή έλαβε μέρος στη σύνθεσή του δικαστής, του οποίου είχε γίνει δεκτή η εξαίρεση ή κατά του οποίου είχε ασκηθεί αγωγή κακοδικίας.
Κακή σύνθεση υπάρχει, όταν στη διάσκεψη για την έκδοση της απόφασης συνέπραξαν δικαστές, οι οποίοι δεν έλαβαν μέρος στην τελευταία συζήτηση στο ακροατήριο, μετά την οποία εκδίδεται η απόφαση.
Η δημοσίευση όμως της απόφασης, ως τυπική ενέργεια, μπορεί να γίνει και από δικαστές άλλους έναντι εκείνων που υπήρχαν κατά την έκδοσή της, εφόσον οι δικαστές που έλαβαν μέρος στη σύνθεση για τη δημοσίευση υπηρετούν στο ίδιο δικαστήριο.
Εποπτεία κατόχου ζώου & Ευθύνη κατ΄άρθρ. 924 ΑΚ - Διαδικασία Τακτική - Αυτεπάγγελτος Χωρισμός αγωγών
Το Εφετείο, ορθώς δέχθηκε ότι η δεύτερη σωρευόμενη αγωγή κατά του κυρίου, κατόχου και νομέα προβάτου, επειδή δεν αποτελεί διαφορά προερχόμενη από αυτοκίνητο, κατά την έννοια του άρθρου 681 Α του ΚΠολΔ, αλλά διαφορά από την ευθύνη του κατόχου ζώου, αναφορικά με την εποπτεία του, υπό την έννοια του άρθρου 924 του ΑΚ, σε συνδυασμό με τις διατάξεις του άρθρου 914 ΑΚ δεν δικάζεται κατά την ειδική, αλλά κατά την τακτική διαδικασία. Συνεπώς απορριπτέος ο εκ του 559 αριθ. 5 του ΚΠολΔ λόγος αναίρεσης.
Σχόλια & Παρατηρήσεις
Τροχαία με Ζώα
Απορριπτέος ο ισχυρισμός του υπαιτίου οδηγού περί αναγκαστικής εισόδου του στο αντίθετο ρεύμα προς αποφυγή ζώου (σκύλου), ως αναπόδεικτος. Αλλά και αν ακόμη είχε παρεμβληθεί αιφνιδίως στην πορεία του εναγομένου (υπαιτίου) ένα ζώο, τούτο δεν συνιστά απρόβλεπτο γεγονός και λόγο ανωτέρας βίας , αφού η αποφυγή του θα ήταν δυνατή με συνετή οδήγηση και επιτρεπτή για τις περιστάσεις ταχύτητα. Συνεπώς απορριπτέα η ένσταση κατ΄άρθρ. 300 ΑΚ περί συντρέχοντος πταίσματος.
Μον.Πρ.Αθ. 2990/2006 ΣΕΣυγκΔ 2006/502
Αποφυγή αιφνιδίως παρεμβληθέντων ζώων (σκυλιά) στο οδόστρωμα. Αποκλειστική υπαιτιότης του εισελθόντος στο αντίθετο ρεύμα, λόγω απώλειας του ελέγχου του οχήματός του, κατά την προσπάθεια να αποφύγει αιφνιδιαστικά εισελθόντα στο οδόστρωμα σκυλιά. (παράβ. ΚΟΚ άρθρ. 12 παρ.1 και 16 παρ.5). Ανυπαίτιος ο έτερος εμπλακείς στην σύγκρουση οδηγός, εφόσον εκινείτο συννόμως, εντός του ρεύματος πορείας του, ο οποίος επιτυχώς απέφυγε τα εμφανισθέντα στο οδόστρωμα σκυλιά.
Μον.Πρ.Θεσ. 25339/2004 ΣΕΣυγκΔ 2005/165
Σύγκρουσις αυτοκινήτου μετά ζώου (αγελάδος) - Ζημία αυτοκινήτου κατά του εναγομένου κυρίου της αγελάδος - Διαδικασία τακτική. Υπαιτιότης αποκλειστική του έχοντος την επιτήρησιν της αγελάδος ποιμένος (θεωρουμένου ως αντιπροσώπου του κυρίου αυτής. Μον.Πρ.Κιλκ. 140/1982 ΕΣυγκΔ 1986/161
Απόφ. ΑΠ 585/2010
Πρόεδρος: Διονύσιος Γιαννακόπουλος
Εισηγητής : Ελευθέριος Μάλλιος
Μέλη : Γεωργία Λαλούση - Ευτύχιος Παλαιοκαστρίτης - Βασιλική Θάνου-Χριστοφίλου
Δικηγόροι : Ιωάννης Πασπαλάς - Σταύρος Κουταλάς - Νικόλαος Πολίτης
Κείμενο Απόφ. ΑΠ.585.2010
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
I. Από το άρθρο 576 παρ. 2 ΚΠολΔ προκύπτει, ότι, αν ο αντίδικος εκείνου, που επίσπευσε τη συζήτηση της αίτησης αναιρέσεως, δεν εμφανιστεί ή εμφανιστεί, αλλά δεν λάβει μέρος σ' αυτήν με τον τρόπο, που ορίζει ο νόμος, ο Άρειος Πάγος εξετάζει αυτεπαγγέλτως, αν κλητεύθηκε νόμιμα και εμπρόθεσμα και σε καταφατική περίπτωση προχωρεί στη συζήτηση, παρά την απουσία του. Στην προκείμενη περίπτωση, όπως προκύπτει από τα ταυτάριθμα με την παρούσα απόφαση πρακτικά συνεδρίασης του δικαστηρίου τούτου, ο υπό στοιχείο 4 αναιρεσίβλητος Ψ4 δεν εμφανίστηκε κατά την αναφερόμενη στην αρχή της απόφασης αυτής συνεδρίαση, κατά την οποία η υπόθεση εκφωνήθηκε στη σειρά της από το πινάκιο. Όπως προκύπτει από την υπ' 9553Β/12-5-2009 έκθεση επιδόσεως της δικαστικής επιμελήτριας του Πρωτοδικείου Ρεθύμνου ..., την οποία προσκομίζουν και επικαλούνται οι αναιρεσείοντες, ακριβές αντίγραφο της κρινόμενης αίτησης αναιρέσεως, με την κάτω απ' αυτήν πράξη ορισμού δικασίμου για την παρούσα συνεδρίαση της 22-1-2010, καθώς και κλήση προς συζήτηση κατ' αυτήν, επιδόθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα στον τέταρτο αναιρεσίβλητο Ψ4. Επομένως, πρέπει να προχωρήσει η συζήτηση της αίτησης αναιρέσεως, παρά την απουσία του αναιρεσιβλήτου τούτου.
ΙΙ. Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 286 εδ. α, 287 παρ. 1 και 290 ΚΠολΔ, τα οποία εφαρμόζονται και στην αναιρετική δίκη, (άρθρο 573 παρ. 1 ΚΠολΔ), προκύπτει, ότι η βίαιη διακοπή της δίκης, που επέρχεται από το θάνατο του διαδίκου, καθώς και η εκούσια επανάληψη αυτής από τους κληρονόμους του, μπορούν να γνωστοποιηθούν διαδοχικά με ενιαία δήλωση στο ακροατήριο, κατά την εκφώνηση της υποθέσεως προς συζήτηση, εφόσον δεν υπάρξει αμφισβήτηση της ιδιότητάς τους ως κληρονόμων, οπότε ακολουθεί αμέσως η συζήτηση της υποθέσεως. Στην προκείμενη περίπτωση, από τα έγγραφα που οι διάδικοι προσκομίζουν και επικαλούνται, προκύπτουν τα ακόλουθα : Η υπό στοιχείο 8 αναιρεσείουσα ..., (μητέρα του αποβιώσαντος, κατά το ένδικο ατύχημα, Ζ), πέθανε στις 9/11/2009, όπως αποδεικνύεται από το με ημερομηνία 30/11/2009 απόσπασμα Ληξιαρχικής Πράξεως θανάτου, του Δήμου ... χωρίς να αφήσει διαθήκη, όπως από- δεικνύεται από το υπ' αριθμ. 24/13-1-2010 πιστοποιητικό της Γραμματείας του Πρωτοδικείου Ρεθύμνου και το σχετικό με αριθμό 2904/2010 πιστοποιητικό του Πρωτοδικείου Αθηνών. Εξ αδιαθέτου κληρονόμοι και πλησιέστεροι συγγενείς της αποβιωσάσης είναι τα τέκνα της: 1)..., 2) ..., 3) ..., (9ος, 10η και 11η των αναιρεσειόντων) και 4) οι εξ αδιαθέτου κληρονόμοι του προαποβιώσαντος υιού της Ζ(σχετ.9Α) ήτοι: 4.α) ..., 4.β) ..., 4.γ) ..., 4.δ) ..., 4.ε) ..., 4.στ) ..., 4.ζ) ..., όπως πλήρως αποδεικνύεται από το προσαγόμενο με αριθμ. πρω485/20-1-2010 πιστοποιητικό πλησιεστέρων συγγενών του Δήμου ..., οι οποίοι εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους Ιωάννη Πασπαλά και κατέθεσαν προτάσεις.
ΙΙΙ. Κατά το άρθρο 559 αριθ. 2 ΚΠολΔ, αναίρεση επιτρέπεται και αν το δικαστήριο δεν είχε τη νόμιμη σύνθεση ή έλαβε μέρος στη σύνθεσή του δικαστής, του οποίου είχε γίνει δεκτή η εξαίρεση ή κατά του οποίου είχε ασκηθεί αγωγή κακοδικίας. Κατά την έννοια της διάταξης αυτής, κακή σύνθεση υπάρχει, όταν στη διάσκεψη για την έκδοση της απόφασης συνέπραξαν δικαστές, οι οποίοι δεν έλαβαν μέρος στην τελευταία συζήτηση στο ακροατήριο, μετά την οποία εκδίδεται η απόφαση. Η δημοσίευση όμως της απόφασης, ως τυπική ενέργεια, μπορεί να γίνει και από δικαστές άλλους έναντι εκείνων που υπήρχαν κατά την έκδοσή της, εφόσον οι δικαστές που έλαβαν μέρος στη σύνθεση για τη δημοσίευση υπηρετούν στο ίδιο δικαστήριο. Αυτό συνάγεται από τις διατάξεις των άρθρων 300, 301, 304 και 305 ΚΠολΔ (ΑΠ 1279/2005).
Στην προκείμενη περίπτωση, με τον από τον αριθ. 2 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, υπό στοιχείο Α, λόγο αναίρεσης, προσάπτεται στην προσβαλλόμενη απόφαση η αιτίαση ότι εκείνη δημοσιεύθηκε στις 21.4.2008 και δεν είναι δυνατόν να εξακριβωθεί η σύνθεση του Δικαστηρίου, που δημοσίευσε την απόφαση. Όμως, από την επισκόπηση της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, για τις ανάγκες του αναιρετικού ελέγχου, προκύπτει, ότι συμμετείχαν στη σύνθεση κατά τη συζήτηση και τη διάσκεψη οι δικαστές Κανέλλα Αγγελάκου, Πρόεδρος Εφετών, Κωνσταντίνα Γεωργίου-Εισηγήτρια, Εμμανουήλ Καλεντάκης, εφέτες, και κατά τη δημοσίευση, στις 21-4-2008, οι δικαστές Κανέλλα Αγγελάκου, Πρόεδρος Εφετών, Αθανάσιος Καγκάνης, (λόγω ασθενείας της εφέτου Κωνσταντίνας Γεωργίου) και Εμμανουήλ Καλεντάκης, εφέτες, οι οποίοι υπηρετούσαν τότε στο ίδιο δικαστήριο, (Εφετείο Αθηνών). Συνεπώς, ο λόγος αυτός πρέπει να απορριφθεί, ως αβάσιμος.
ΙV. Σύμφωνα με τα άρθρα 553 παρ. 1α και 559 αριθ. 5 ΚΠολΔ, αναίρεση επιτρέπεται, αν το δικαστήριο σε περίπτωση καθ' ύλην αρμοδιότητας εσφαλμένα δέχτηκε, ότι είναι αρμόδιο ή αναρμόδιο, με την επιφύλαξη του άρθρου 47 ή αν το δικαστήριο στο οποίο παραπέμφθηκε η υπόθεση παραβίασε τις διατάξεις του άρθρου 46. Η ένδικη αγωγή, άρα, κατά το μέρος που στρεφόταν κατά του 4ου αναιρεσιβλήτου και αφορούσε διαφορά από την ευθύνη του κατόχου ζώου, (προβάτου), αναφορικά με την εποπτεία του, υπό την έννοια του άρθρου 924 ΑΚ, σε συνδυασμό με τις διατάξεις του άρθρου 914 ΑΚ, υπαγόταν στην καθ' ύλην αρμοδιότητα του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Ρεθύμνου και δικαζόταν κατά την τακτική διαδικασία. Συνεπώς, ορθά το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, στα πλαίσια της αυτεπάγγελτης έρευνας της καθ' ύλην αναρμοδιότητάς του, και με επίκληση του άρθρου 218 ΚΠολΔ, διέταξε το χωρισμό των αγωγών, που σωρεύονται στο από 27-5-2005 δικόγραφο, και παρέπεμψε την ως άνω αγωγή, κατά του τετάρτου εναγομένου Ψ4, στο αρμόδιο καθ' ύλην και κατά τόπον για την εκδίκαση αυτής Πολυμελές Πρωτοδικείο Ρεθύμνου. Ενόψει αυτών, το Εφετείο, το οποίο, με την παραδοχή ότι η δεύτερη σωρευόμενη αγωγή κατά του Ψ4, κυρίου, κατόχου και νομέα του προβάτου, επειδή δεν αποτελεί διαφορά προερχόμενη από αυτοκίνητο, κατά την έννοια του άρθρου 681 Α του ΚΠολΔ, αλλά διαφορά από την ευθύνη του κατόχου ζώου, αναφορικά με την εποπτεία του, υπό την έννοια του άρθρου 924 του ΑΚ, σε συνδυασμό με τις διατάξεις του άρθρου 914 ΑΚ δεν δικάζεται κατά την ειδική, αλλά κατά την τακτική διαδικασία, απέρριψε ως αβάσιμο το 18ο σχετικό λόγο εφέσεως, δεν έσφαλε, ο δε σχετικός, ορθώς από το άρθρο 559 αριθ. 5 του ΚΠολΔ, 24ος λόγος της αναιρέσεως, και όχι από τους αριθ. 8, 14 και 1, είναι αβάσιμος. Εξάλλου, το διατακτικό της πληττόμενης απόφασης ως προς τον τέταρτο αναιρεσίβλητο είναι ορθό, και η αλυσιτελής και περιττή αιτιολογία, περί απορρίψεως της αγωγής ως προς τον τέταρτο εναγόμενο, πρέπει να απαλειφθεί, σύμφωνα με το άρθρο 578 ΚΠολΔ.
V. Το ανώτατο όριο της ευθύνης του ασφαλιστή είναι το ασφαλιστικό ποσό. Το ποσό αυτό δεν επιτρέπεται να είναι κατώτερο από αυτό που καθορίζεται κάθε φορά με απόφαση του Υπουργού Εμπορίου. Στην προκείμενη περίπτωση, η τρίτη εναγομένη ασφαλιστική εταιρεία, ζήτησε, με τις πρωτόδικες προτάσεις της, την απόρριψη της αγωγής, και επικουρικά ισχυρίστηκε ότι η ευθύνη της προς αποζημίωση των εναγόντων από το αναφερόμενο στην αγωγή θάνατο περιορίζεται μέχρι του ορίου του σχετικού ασφαλίσματος, το οποίο, κατά το χρόνο του ατυχήματος, έφθανε για την περίπτωση αυτή στο ποσό των 500.000 ευρώ. Ο ισχυρισμός αυτός κρίθηκε από το πρωτοβάθμιο δικαστήριο ορισμένος και ότι συνιστά νόμιμη ένσταση, στηριζόμενη στο άρθρο 10 παρ. 1 του Ν. 489/1976, η οποία πρέπει να εξετασθεί περαιτέρω, κατ' ουσίαν. Στο δευτεροβάθμιο δικαστήριο οι εκκαλούντες, με το 16ο λόγο εφέσεως, ισχυρίστηκαν, ότι πρωτοδίκως αρνήθηκαν τα πραγματικά περιστατικά που στηρίζουν την πιο πάνω ένσταση και ζήτησαν να απορριφθεί ως αόριστη, με την αιτιολογία ότι δεν διευκρινίζει, εάν το συγκεκριμένο αυτό ποσό αφορά τις υλικές ζημίες ή τις σωματικές βλάβες. Το Εφετείο έκρινε, ότι παρέλκει η εξέταση του λόγου αυτού, διότι, μετά από την απόρριψη της έφεσης ως κατ' ουσίαν αβάσιμης, δεν επιδικάζονται κονδύλια εις βάρος της εναγομένης ασφαλιστικής εταιρείας. Οι αναιρεσείοντες, με τον 23ο λόγο της αιτήσεως αναιρέσεως, αποδίδουν στην προσβαλλόμενη την πλημμέλεια από το άρθρο 559 αριθ. 1 και 14 ΚΠολΔ. Ειδικότερα, ισχυρίζονται ότι η ένσταση της τρίτης αναιρεσίβλητης ασφαλιστικής εταιρείας είναι αόριστη, "αφού δεν υπάρχει ισχυρισμός αν τα 500.000 ευρώ αφορούν τις υλικές ζημιές ή τις σωματικές βλάβες". Όμως, με την παραδοχή της πρωτόδικης απόφασης, ότι η ένσταση είναι νόμιμη, δεν αρκέστηκε το δικαστήριο σε λιγότερα στοιχεία, αφού είναι πρόδηλο ότι, την, ως άνω, ένσταση περιορισμού της ευθύνης της την πρότεινε η ασφαλιστική εταιρεία αναφορικά με τις αξιώσεις των εναγόντων από τις σωματικές βλάβες και το θάνατο του Ζ και όχι από υλικές ζημιές. Το ασφαλιστικό ποσό των τελευταίων διαφοροποιείται και δεν επέρχεται καμία βλάβη στους αναιρεσείοντες από το μη προσδιορισμό του. Πέραν τούτου, το όριο της ασφαλιστικής κάλυψης ρυθμίζεται από το νόμο και είναι 500.000 ευρώ για σωματικές βλάβες. Συνεπώς, ο λόγος αυτός είναι αβάσιμος και ως εκ τούτου απορριπτέος.
VI. Κατά την έννοια του άρθρου 559 αριθ. 19 του ΚΠολΔ λόγος για αναίρεση απόφασης επειδή δεν έχει νόμιμη βάση ιδρύεται, όταν δεν προκύπτουν επαρκώς από τις παραδοχές της τα περιστατικά που είναι αναγκαία, στη συγκεκριμένη περίπτωση, για την κρίση του δικαστηρίου περί της συνδρομής των νόμιμων όρων και προϋποθέσεων της διάταξης που εφαρμόστηκε ή περί της μη συνδρομής τούτων, η οποία αποκλείει την εφαρμογή της, καθώς και όταν η απόφαση έχει ανεπαρκείς ή αντιφατικές αιτιολογίες σχετικά με το χαρακτηρισμό των περιστατικών που έγιναν δεκτά και έχουν ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης (ΟλΑΠ 1/1999). Δεν υπάρχει, όμως, ανεπάρκεια αιτιολογιών, όταν η απόφαση περιέχει συνοπτικές, αλλά πλήρεις αιτιολογίες. Εξάλλου, το κατά νόμο αναγκαίο περιεχόμενο της ελάσσονος πρότασης προσδιορίζεται από τον εκάστοτε εφαρμοστέο κανόνα ουσιαστικού δικαίου, του οποίου το πραγματικό πρέπει να καλύπτει πλήρως από τις παραδοχές της απόφασης στο αποδεικτικό της πόρισμα, και να μην καταλείπονται αμφιβολίες. Περαιτέρω, από τις διατάξεις των άρθρων 297, 298, 300, 330 και 914 ΑΚ συνάγεται, ότι προϋπόθεση της ευθύνης για αποζημίωση από αδικοπραξία είναι η υπαιτιότητα του υπόχρεου, η οποία υπάρχει και στην περίπτωση της αμέλειας, δηλαδή όταν δεν καταβάλλεται η επιμέλεια που απαιτείται στις συναλλαγές, η παράνομη συμπεριφορά του υπόχρεου σε αποζημίωση έναντι εκείνου που ζημιώθηκε και η ύπαρξη αιτιώδους συνάφειας μεταξύ της παράνομης συμπεριφοράς και της ζημίας. Η παράνομη συμπεριφορά, ως όρος της αδικοπραξίας, μπορεί να συνίσταται όχι μόνο σε θετική πράξη, αλλά και σε παράλειψη, εφόσον στην τελευταία αυτή περίπτωση εκείνος που υπέπεσε στην παράλειψη ήταν υποχρεωμένος σε πράξη από το νόμο ή τη δικαιοπραξία, είτε από την καλή πίστη, κατά την κρατούσα κοινωνική αντίληψη. Αιτιώδης δε συνάφεια υπάρχει, όταν η πράξη ή η παράλειψη του ευθυνόμενου προσώπου, ήταν, κατά τα διδάγματα της κοινής πείρας, ικανή και μπορούσε αντικειμενικά να επιφέρει, κατά τη συνηθισμένη και κανονική πορεία των πραγμάτων, το επιζήμιο αποτέλεσμα. Η κρίση του δικαστηρίου της ουσίας, ότι τα πραγματικά περιστατικά που δέχθηκε ως αποδειχθέντα επιτρέπουν το συμπέρασμα να θεωρηθεί, κατά τα διδάγματα της κοινής πείρας, ορισμένο γεγονός ως πρόσφορη αιτία της ζημίας, υπόκειται στον έλεγχο του Αρείου Πάγου, γιατί είναι κρίση νομική, αναγόμενη στην ορθή ή μη υπαγωγή από το δικαστήριο της ουσίας των διδαγμάτων της κοινής πείρας στην αόριστη νομική έννοια της αιτιώδους συνάφειας. Τέλος, η παράβαση διατάξεων του ΚΟΚ δεν θεμελιώνει αυτή καθεαυτή υπαιτιότητα στην επέλευση αυτοκινητικού ατυχήματος, αποτελεί όμως στοιχείο, η στάθμιση του οποίου από το δικαστήριο της ουσίας θα κριθεί σε σχέση με την ύπαρξη αιτιώδους συνδέσμου μεταξύ της συγκεκριμένης πράξης και του επελθόντος αποτελέσματος.
Στη συγκεκριμένη περίπτωση το Εφετείο, με την προσβαλλόμενη απόφασή του, ύστερα από αξιολόγηση του όλου αποδεικτικού υλικού, δέχθηκε ανέλεγκτα τα ακόλουθα κρίσιμα για την τύχη της αναίρεσης πραγματικά περιστατικά: "Στις 6 Ιουνίου 2003 και περί ώρα 10.25, ο ιερέας, Ζ, οδηγούσε το με αριθμό κυκλοφορίας ... ΙΧΕ αυτοκίνητο, ιδιοκτησίας της πρώτης των εναγόντων, συζύγου του, κινούμενος με κανονική ταχύτητα, επί της ΝΕΟ ..., με κατεύθυνση από ... προς .... Κατά τον ίδιο ως άνω χρόνο και στον ίδιο τόπο, ο πρώτος εναγόμενος, Ψ1, οδηγούσε το με αριθ. κυκλοφορίας ... ΙΧΦ αυτοκίνητο, (μπετονιέρα), ιδιοκτησίας της δεύτερης εναγομένης εταιρείας, το οποίο ήταν ασφαλισμένο για τις προς τρίτους προκαλούμενες ζημίες στην τρίτη εναγομένη ασφαλιστική εταιρεία, κινούμενο επίσης επί της ως άνω οδού, αλλά με αντίθετη κατεύθυνση, ήτοι από ... προς ... και με κανονική ταχύτητα, που δεν υπερέβαινε τα 65 χλμ. ανά ώρα. Όταν τα δύο οχήματα έφθασαν στο ύψος του 63ου χλμ. της προαναφερόμενης οδού, στην πορεία του ΙΧΕ αυτοκινήτου, στο μέσον περίπου του οδοστρώματος, εμφανίσθηκε ένα πρόβατο. Τότε ο οδηγός του αυτοκινήτου, προκειμένου να αποφύγει το στην πορεία του κινούμενο ζώο, τροχοπέδησε, και παράλληλα έκανε ελιγμό προς τα δεξιά, με αποτέλεσμα να καταλήξει στις εκ δεξιών του προστατευτικές μπάρες, επί των οποίων προσέκρουσε ελαφρά και στη συνέχεια να απολέσει τον έλεγχο του οχήματός του, το οποίο εκτινάχθηκε στο αντίθετο ρεύμα κυκλοφορίας και προσέκρουσε, με το εμπρόσθιο μέρος του, στο εμπρόσθιο αριστερό μέρος της μπετονιέρας, με συνέπεια στη συνέχεια να εκτιναχθεί, λόγω της σφοδρότητας της σύγκρουσης, εκ νέου στο αρχικό του ρεύμα πορείας, ήτοι αυτό προς ... και να ακινητοποιηθεί εντός αυτού, λαμβάνοντας διαγώνια θέση στο οδόστρωμα.
Σημειωτέον ότι, το βαρύ όχημα (μπετονιέρα), που οδηγούσε ο πρώτος των εναγομένων, εκείνη τη στιγμή, που το αυτοκίνητο, που οδηγούσε ο παθών, έκανε την ανεξέλεγκτη πορεία του, βρισκόταν πάνω σε γέφυρα και η δυνατότητα αντίδρασης του πρώτου τούτων, οδηγού, με αποφευκτικό ελιγμό ήταν αδύνατη. Ο πρώτος των εναγομένων, οδηγός, προσπάθησε να τροχοπεδήσει το βαρύ όχημα που οδηγούσε, αλλά η προσπάθειά του απεδείχθη αναποτελεσματική, καθώς από την πρόσκρουση του οχήματος του παθόντος ιερέα στις προστατευτικές μπάρες μέχρι την είσοδο του στο αντίθετο ρεύμα μεσολάβησαν λίγα κλάσματα δευτερολέπτου. Η πλάγια διαδρομή, που ακολούθησε το όχημα, που οδηγούσε ο άτυχος ιερέας, από τις προστατευτικές μπάρες μέχρι την πρόσκρουση επί της μπετονιέρας ήταν 21 μέτρα, που δεν άφηνε περιθώρια άλλης αντίδρασης, παρά την ενστικτώδη προσπάθεια φρεναρίσματος, που επιχείρησε ο πρώτος των εναγομένων οδηγός της μπετονιέρας. Άλλωστε ο οδηγός της μπετονιέρας, εκινείτο κανονικά στο ρεύμα κυκλοφορίας του και εντελώς δεξιά αυτού, με ταχύτητα 55 χλμ/ώρα, όπως προκύπτει και από τον ταχογράφο και μάλιστα "ιππαστί" στη δεξιά γραμμή, που βρίσκεται πλησίον των δεξιών ως προς αυτόν προστατευτικών μπάρων της γέφυρας και σε απόσταση περίπου δύο (2) μέτρων από τη διαχωριστική γραμμή των δύο (2) ρευμάτων κυκλοφορίας. Ήταν δε τόσο αστραπιαία η εξέλιξη του ατυχήματος, που, σύμφωνα με τους νόμους της φυσικής, όπως έκρινε και η εκκαλούμενη απόφαση, ήταν αδύνατον το βαρύ και έμφορτο υγρού μπετόν όχημα (μπετονιέρα) να ακινητοποιηθεί. Ακόμη και εάν υπήρχε τρόπος να ακινητοποιηθεί η μπετονιέρα, τότε, λόγω της μετακίνησης του υγρού φορτίου, η ανατροπή του βαρέως οχήματος θα ήταν βεβαία, με συνακόλουθη βεβαία συνέπεια τη μη αποφυγή της μοιραίας πρόσκρουσης και με απρόβλεπτες συνέπειες και για τα άλλα οχήματα που εκινούντο επί της εν λόγω Εθνικής Οδού. Τέλος, πρέπει να σημειωθεί ότι ήταν μεν ευθεία η Εθνική Οδός στο τμήμα της, που έγινε η σύγκρουση, πλην όμως ο θανών ιερέας, μόλις 40 μέτρα πριν την αντιθέτως κινούμενη μπετονιέρα έχασε τον έλεγχο του οχήματός του και άρχισε να κάνει ζικ-ζακ, στο ρεύμα του, πριν εισέλθει στο αντίθετο ρεύμα, μετά από προσκρουση στις δεξιά προς αυτόν μπάρες της γέφυρας. Η μπετονιέρα, όπως προαναφέρθηκε, βρισκόταν πλησίον του άκρου της γέφυρας, πλην όμως επί της γέφυρας, που απέκλειε κάθε δυνατότητα αποτελεσματικής αντίδρασης του οδηγού αυτής (πρώτου τούτων) και πριν την πρόσκρουση στις μπάρες του αυτοκινήτου του θανόντος ιερέως, πολλώ μάλλον δε και μετά την πρόσκρουση σ' αυτές. Στο σημείο του ατυχήματος η Ν.Ε.Ο. ... είναι διπλής κατεύθυνσης, με συνολικό πλάτος οδοστρώματος 7,55 μέτρων, εκ του οποίου το μεν ρεύμα πορείας προς ... έχει πλάτος 3,60 μέτρων, το δε ρεύμα πορείας προς ... έχει πλάτος 3,95 μέτρων. Και στα δύο αντίθετα ρεύματα κυκλοφορίας υπάρχει ασφάλτινο έρεισμα, πλάτους 2 μέτρων στο ρεύμα προς ... και 1,90 μέτρων στο ρεύμα προς .... Η εν λόγω οδός είναι ευθεία, σε απόσταση 800 μέτρων, δεν διασταυρώνεται με οδό, τα δύο ρεύματα κυκλοφορίας διαχωρίζονται μεταξύ τους με διακεκομμένη διαχωριστική γραμμή και το όριο ταχύτητας προσδιορίζεται στα 80 χλμ. ανά ώρα, βάσει ρυθμιστικής πινακίδας Ρ-32. Κατά το χρόνο του ατυχήματος η ορατότητα δεν περιοριζόταν για κανένα όχημα, η κυκλοφορία των οχημάτων ήταν μεγάλη, (όπως και κατά το χρόνο άφιξης των οργάνων της Τροχαίας) και υπήρχε φυσικός φωτισμός ημέρας. Με βάση τα ευρήματα επί του οδοστρώματος και δη τις χαραγές μήκους 1,90 μ. στο ρεύμα πορείας της μπετονιέρας και τα διάσπαρτα γυαλιά εντός αυτού, προκύπτει ότι το ένδικο ατύχημα έλαβε χώρα εντός του ρεύματος πορείας της μπετονιέρας και μάλιστα περίπου στο μέσον αυτού.
Περαιτέρω, με δεδομένο ότι το σημείο σύγκρουσης ευρίσκεται σχεδόν στο μέσον του οδοστρώματος, ότι το πλάτος του οδοστρώματος στο ρεύμα προς ... είναι 3,60 μέτρα, ότι η μπετονιέρα, σύμφωνα με την έκθεση αυτοψίας, συγκρούσθηκε στην εμπρόσθια αριστερή επιφάνειά της και ότι το πλάτος της μπετονιέρας είναι περίπου 2,50 μέτρα, σαφώς προκύπτει ότι κατά το χρόνο του ένδικου ατυχήματος το βαρύ αυτό όχημα εκινείτο σχεδόν επί της λευκής συνεχούς γραμμής, που διαχωρίζει το οδόστρωμα από το ασφάλτινο έρεισμα, όπως και ο ίδιος ο εναγόμενος οδηγός του οχήματος κατέθεσε προανα- κριτικά, αλλά και στο ακροατήριο του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου. Επομένως, όλα όσα οι ενάγοντες υποστηρίζουν στην αγωγή τους περί κίνησης της μπετονιέρας επί της διαχωριστικής των ρευμάτων κυκλοφορίας γραμμής, είναι σαφώς αβάσιμα.
Ομοίως, αβάσιμοι είναι οι ισχυρισμοί των ανωτέρω περί κίνησης του βαρέως οχήματος με ιλιγγιώδη ταχύτητα και μάλιστα ταχύτητα που υπερέβαινε τα 100 χλμ. ανά ώρα, αφού από τον ταχογράφο του οχήματος προκύπτει ταχύτητα περίπου 65 χλμ. ανά ώρα. Περαιτέρω, αβάσιμα είναι όσα οι ενάγοντες υποστηρίζουν περί της πτώσης της μπετονιέρας, με ιλιγγιώδη ταχύτητα, στο άκρο αριστερό εμπρόσθιο τμήμα του ΙΧΕ αυτοκινήτου, αφού, σύμφωνα με όλα τα προαναφερόμενα στοιχεία, σε συν- δυασμό με τις προανακριτικές καταθέσεις του πρώτου εναγομένου και του αυτόπτη μάρτυρα ..., το ΙΧΕ αυτοκίνητο του θανόντος ήταν εκείνο που εισήλθε στο αντίθετο ρεύμα κυκλοφορίας. Εξάλλου, είναι μεν αληθές ότι ο οδηγός της μπετονιέρας αντιλήφθηκε τους αποφευκτικούς ελιγμούς του ΙΧΕ αυτοκινήτου από απόσταση περίπου 35 μ. (βλ. πλάγια ίχνη τροχοπέδησης του ΙΧΕ αυτοκινήτου μήκους 16,50 μ., τα οποία ξεκινούν από το αριστερό άκρο του ερείσματος του ρεύματος προς ... και καταλήγουν στις εκ δεξιών ευρισκόμενες προστατευτικές μπάρες, όπου το αυτοκίνητο προσέκρουσε ελαφρά, την απόσταση των χαραγών εντός του ρεύματος κυκλοφορίας προς ... από το εμπρόσθιο αριστερό μέρος του ακινητοποιημένου διαγώνια στο αντίθετο ρεύμα αυτοκινήτου και την απόσταση των ίδιων χαραγών από το σημείο της αρχικής πρόσκρουσης του αυτό- κινήτου στις προστατευτικές μπάρες του ρεύματός του, μήκους 1,50 μ.). Όταν ο οδηγός της μπετονιέρας αντιλήφθηκε τον κίνδυνο, μείωσε σταδιακά την ταχύτητα του οχήματός του. Οι ενάγοντες υποστηρίζουν ότι αυτός όφειλε να τροχοπεδήσει προς αποφυγή της σύγκρουσης, πλην όμως μια τέτοια ενέργεια, πέραν του ότι είναι αμφίβολο αν θα ήταν αποτελεσματική, ενόψει του χρόνου αντίδρασης, που απαιτείται για το μέσο συνετό οδηγό, σε κάθε περίπτωση, θα ήταν λίαν επικίνδυνη, ενόψει των οχημάτων που ακολουθούσαν την προπορευόμενη μπετονιέρα και του ενδεχόμενου, σε περίπτωση ξαφνικής ακινητοποίησής της, να επιπέσουν, με σφοδρότητα, στο οπίσθιο μέρος της, με σοβαρές συνέπειες. Ακόμη, οι ενάγοντες υποστηρίζουν ότι, ο οδηγός της μπετονιέρας όφειλε να μετακινήσει το όχημά του δεξιά, εντός του ασφάλτινου ερείσματος, έτσι ώστε να αποφευχθεί η σύγκρουση, είτε να μετριασθούν οι συνέπειές της. Εντούτοις, μια τέτοια μετακίνηση του βαρέως οχήματος προς τα δεξιά, αφενός δεν ήταν εύκολη, λόγω του όγκου του, αφετέρου, σε περίπτωση που πραγματοποιείτο απότομα, δημιουργούσε το ενδεχόμενο να προκαλέσει την πτώση της μπετονιέρας στις εκ δεξιών της ευρισκόμενες προστατευτικές μπάρες, με περαιτέρω συνέπειες, τόσο για τον οδηγό της, όσο και για τους οδηγούς των οχημάτων που ακολουθούσαν. Άλλωστε, ακόμη και αν ήθελε υποτεθεί ότι πράγματι ο πρώτος εναγόμενος είχε επαρκή χρόνο να μετακινήσει με ασφάλεια, με ελιγμό προς τα δεξιά, τη μπετονιέρα, που οδηγούσε στο χωμάτινο έρεισμα, ευθυγραμμίζοντάς την εντός αυτού και πάλι, δεν θα αποτρεπόταν η σύγκρουση των δύο οχημάτων, διότι, μετά την πρόσκρουση του ΙΧΕ αυτοκινήτου στις εκ δεξιών του ευρισκόμενες προστατευτικές μπάρες, ο οδηγός του έχασε τον έλεγχο του οχήματός του και κινήθηκε ανεξέλεγκτα, διαγώνια, στο αντίθετο ρεύμα, με φορά προς τις προστατευτικές μπάρες αυτού, έτσι ώστε ακόμη και αν προσέκρουσε στην εμπρόσθια αριστερή πλευρά της μπετονιέρας, οπωσδήποτε, λόγω του μήκους του οχήματος, θα προσέκρουσε, με την ίδια σφοδρότητα, σε πλαϊνή της επιφάνεια και δεν θα αποτρεπόταν το τραγικό αποτέλεσμα του θανάσιμου τραυματισμού του συγγενούς των εναγόντων. Είναι εξάλλου χαρακτηριστικό ότι, στην από 5.5.2003 έκθεση αυτοψίας του Τ...., δεν διαπιστώθηκε καμιά παράβαση για τον οδηγό της μπετονιέρας.
Όλα τα ανωτέρω εκτεθέντα αποδείχθηκαν πλήρως, από την επ' ακροατηρίω διαδικασία, ενώπιον του Πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου, την ποινική δικογραφία και το σύνολο του αποδεικτικού υλικού, που προσκομίστηκε ενώπιον του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου, από το οποίο προκύπτει ότι, το ένδικο ατύχημα προκλήθηκε καθ' ον χρόνο ο συγγενής των εναγόντων Ζ, κινούμενος με υπερβολική ταχύτητα επί της οδού ..., όταν έφθασε στο ύψος του υπ' αριθ. 63ου χλμ., από αμέλεια και έλλειψη προσοχής του, απώλεσε τον έλεγχο του αυτοκινήτου του, το οποίο, εκτρεπόμενο της πορείας του, εκτοξεύθηκε στο αντίθετο ρεύμα κυκλοφορίας της οδού και επέπεσε με σφοδρότητα στο εμπρόσθιο αριστερό τμήμα του ασφαλισμένου στην ασφαλιστική εταιρεία αυτοκινήτου, το οποίο εκινείτο κανονικά στο άκρο δεξιό τμήμα του ρεύματος πορείας του. Η αλήθεια των ανωτέρω πραγματικών περιστατικών του ενδίκου ατυχήματος αποδείχθηκε πλήρως από την κατάθεση του Ψ1, ενώπιον του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου, ο οποίος κατέθεσε, ότι αυτός οδηγούσε το ασφαλισμένο στην ασφαλιστική εταιρεία αυτοκίνητο - μπετονιέρα και εκινείτο κανονικά στο δεξιό τμήμα του ρεύματος πορείας του, [στη μονή γραμμή του ερείσματος (κρασπέδου) της οδού] και τη στιγμή, που βρισκόταν στο σημείο, όπου βρίσκεται η ..., τη στιγμή εκείνη αυτός είδε σε μικρή απόσταση μπροστά του το αντιθέτως κινούμενο αυτοκίνητο, που οδηγούσε ο συγγενής των εναγόντων Ζ, να προσκρούει με σφοδρότητα στις προστατευτικές μπάρες της οδού και ταυτόχρονα, μέσα σε κλάσματα δευτερολέπτου να εκτοξεύεται διαγώνια προς τ' αριστερά, να πέφτει με σφοδρότητα στην κανονικά κινούμενη μπετονιέρα και εν συνεχεία να περιστρέφεται γύρω από τον εαυτό του και τελικά να ακινητοποιείται στη θέση που εμφαίνεται στο σχεδιάγραμμα της προσαγόμενης ποινικής δικογραφίας. Από την κατάθεση του Ψ1 αποδείχθηκε επίσης, ότι η εκτόξευση του αυτοκινήτου του Ζ προς το αντίθετο ρεύμα κυκλοφορίας έγινε τόσο αιφνίδια, ώστε ο οδηγός της μπετονιέρας δεν μπορούσε να προβεί σε καμία ενέργεια, για να αποφύγει την σύγκρουση με το αυτοκίνητο αυτό, καθόσον, η απόσταση στην οποία το αντιθέτως κινούμενο εκτοξεύθηκε κατευθείαν προς την μπετονιέρα ήταν ελάχιστη και δεν υπήρχε κανένα περιθώριο πραγματοποίησης οποιουδήποτε αποφευκτικού ελιγμού, (από αριστερά άλλωστε ερχόταν το αυτοκίνητο και από δεξιά υπήρχε το κράσπεδο της γέφυρας), πέραν του ότι βεβαίως στην προκειμένη περίπτωση η μπετονιέρα είναι όχημα βάρους δεκάδων τόνων, που η οποιαδήποτε στραβοτιμονιά ή η παρέκκλιση από την πορεία της οδηγεί σε άλλου είδους αποτελέσματα, οπότε αυτός, ενστικτωδώς, προσπάθησε να ενεργήσει τροχοπέδηση, πλην όμως η απόσταση στην οποία εκτοξεύτηκε το αυτοκίνητο κατευθείαν στο αντίθετο ρεύμα της οδού ήταν ελάχιστη και ως εκ τούτου ήταν αδύνατη η ακινητοποίση της μπετονιέρας μέσα σε αυτή την ελάχιστη απόσταση, με συνέπεια το αυτοκίνητο του συγγενή των αντιδίκων να επιπέσει με απίστευτη σφοδρότητα στο κανονικά κινούμενο φορτηγό. Η αλήθεια όμως των ανωτέρω πραγματικών περιστατικών του ενδίκου ατυχήματος αποδεικνύεται επιπροσθέτως και από το σχεδιάγραμμα της ποινικής δικογραφίας, που προσάγεται και επικαλείται, το οποίο συντάχθηκε με βάση όλα τα ευρήματα του τόπου το ατυχήματος και τις διαπιστώσεις της Αστυνομικής Αρχής, που επιλήφθηκε του συμβάντος λίγα λεπτά μετά το ατύχημα και το οποίο (σχεδιάγραμμα) απεικονίζει σαφώς, την κανονική πορεία του ασφαλισμένου στην ασφαλιστική εταιρεία αυτοκινήτου στο δεξιό τμήμα του ρεύματος πορείας του, τη σφοδρότατη πρόσκρουση του αυτοκινήτου του Ζ στις μπάρες της οδού, οι οποίες δεν στάθηκαν ικανές να ανακόψουν την υπερβολική ταχύτητά του, τη διαγώνια εκτόξευσή του από τις μπάρες κατευθείαν προς το αντίθετο ρεύμα κυκλοφορίας της οδού, τη σφοδρότατη πτώση του αυτοκινήτου αυτού στην κανονικά κινούμενη μπετονιέρα και το σημείο αυτής της σύγκρουσης, το οποίο στο σχεδιάγραμμα επισημαίνεται με την ένδειξη "χαραγές οδοστρώματος" και βρίσκεται να απέχει 1,90 μ. περίπου από το τσιμέντινο έρεισμα της γέφυρας, γεγονός που αποδεικνύει ότι η σύγκρουση των δύο οχημάτων έγινε εξ ολοκλήρου στο ρεύμα πορείας της μπετονιέρας και μάλιστα σε απόσταση δύο (2) μέτρων περίπου μέσα από τη διαχωριστική γραμμή των δύο ρευμάτων κυκλοφορίας, έτσι ώστε καθίσταται σαφές, ότι είναι τουλάχιστον αναληθείς οι σχετικοί ισχυρισμοί των εναγόντων περί κινήσεως της μπετονιέρας στο μέσον της οδού, κλπ. Πέραν τούτου όμως, από το σχεδιάγραμμα και την έκθεση αυτοψίας της προσαγόμενης ποινικής δικογραφίας, αποδεικνύεται επίσης, ότι το αυτοκίνητο του συγγενή των εναγόντων κατά το χρόνο του ατυχήματος εκινείτο με τέτοια υπερβολική ταχύτητα, ώστε αυτό, μετά από τροχοπέδηση 16 μ., η οποία αντιστοιχεί (από μόνη της) σε ταχύτητα 55 χ/ω περίπου, προσέκρουσε καταρχήν με σφοδρότητα στις προστατευτικές μπάρες της οδού, οι οποίες δεν στάθηκαν ικανές να ανακόψουν την υπερβολική ταχύτητά του και ταυτόχρονα εκτοξεύτηκε προς το αντίθετο ρεύμα κυκλοφορίας της οδού και αφού διήνυσε διαγώνια 20 μ. περίπου, επέπεσε, με απίστευτη σφοδρότητα, στην κανονικά κινούμενη μπετονιέρα, χωρίς ο οδηγός της Ψ1 να μπορεί να κάνει τίποτα για να αποφύγει το όχημα, το οποίο είδε να έρχεται καταπάνω του. Με βάση τα παραπάνω και από την ποινική δικογραφία, (έκθεση αυτοψίας, σχεδιάγραμμα, μαρτυρικές καταθέσεις, κλπ.), συνάγεται σαφώς ότι ο συγγενής των εναγόντων Ζ ευθύνεται αποκλειστικά για το πιο πάνω ένδικο ατύχημα, καθόσον από αμέλειά του και ανεπιτηδειότητα στην οδήγηση, αφενός μεν οδηγούσε, χωρίς να έχει την προσοχή του διαρκώς τεταμένη στην οδήγηση και χωρίς να ασκεί τον έλεγχο και την εποπτεία επί του οχήματός του, έτσι ώστε να είναι ανά πάσα στιγμή έτοιμος να προβεί στους απαραίτητους χειρισμούς για την αποφυγή ατυχήματος, αφετέρου δε, εκινείτο με υπερβολική για τις περιστάσεις ταχύτητα επί της Ν.Ε.Ο. ... , την οποία δεν μείωσε καθόλου, με αποτέλεσμα το αυτοκίνητο που αυτός οδηγούσε, εξαιτίας όλων των πράξεων και παραλείψεών του, να ξεφύγει από την πορεία του, να εισέλθει αιφνίδια στο αντίθετο ρεύμα κυκλοφορίας της οδού, στο οποίο εκινείτο κανονικά το ασφαλισμένο στην ασφαλιστική εταιρεία αυτοκίνητο και να επιπέσει με σφοδρότητα σ' αυτό, ως προελέχθη. Εξάλλου, ακόμη και στην απίθανη περίπτωση που ήταν αληθής ο ισχυρισμός της αγωγής των εναγόντων περί της ύπαρξης προβάτου στο δεξιό τμήμα της οδού και πάλι ο συγγενής των εναγόντων ευθύνεται αποκλειστικά, γιατί θα έπρεπε αυτός να ασκεί τον έλεγχο και την εποπτεία επί του οχήματός του, έτσι ώστε να είναι ανά πάσα στιγμή έτοιμος να προβεί στους απαραίτητους χειρισμούς για την αποφυγή ατυχήματος, άλλως, ο συγγενής των εναγόντων και ο τέταρτος εναγόμενος Ψ4 ευθύνονται αποκλειστικά από κοινού και οι δύο για το πιο πάνω ένδικο ατύχημα, καθόσον, ο μεν πρώτος εξ αυτών από αμέλειά του και έλλειψη προσοχής,
οδηγούσε με υπερβολική ταχύτητα και χωρίς να έχει την προσοχή του διαρκώς τεταμένη στην οδήγηση και χωρίς να ασκεί τον έλεγχο και την εποπτεία επί του οχήματός του, έτσι ώστε να είναι ανά πάσα στιγμή έτοιμος να προβεί στους απαραίτητους χειρισμούς για την αποφυγή ατυχήματος, με αποτέλεσμα αυτός, όταν έφθασε στο σημείο αυτό της οδού, να απολέσει τον έλεγχο του αυτοκινήτου του, να εκτραπεί της πορείας του προς τα δεξιά, να επιπέσει με σφοδρότητα στις δεξιές προστα- τευτικές μπάρες του ρεύματος πορείας του και ταυτόχρονα να εκτοξευτεί αιφνίδια στο αντίθετο ρεύμα κυκλοφορίας της οδού και να επιπέσει με σφοδρότητα στο κανονικά κινούμενο, ασφαλισμένο στην ασφαλιστική εταιρεία αυτοκίνητο, ο δε δεύτερος εξ αυτών Ψ4, επειδή σύμφωνα με όσα αναφέρονται στην αγωγή των εναγόντων "δεν επέβλεπε συνεχώς τα πρόβατά του, τα οποία έβοσκαν σε παρακείμενο αγρό και δεν διασφάλισε την μη διαφυγή τους από το χώρο της βοσκής τους, με αποτέλεσμα ένα πρόβατο να ξεφύγει από τον έλεγχό του, να εισέλθει αιφνιδίως στο οδόστρωμα".
Εξάλλου, η αλήθεια των ανωτέρω πραγματικών περιστατικών του ενδίκου ατυχήματος, επιβεβαιώθηκε εμμέσως πλην σαφώς και από την κατάθεση του μάρτυρα των εναγόντων, ενώπιον του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου, ο οποίος δεν ήταν βέβαια παρών στο ένδικο συμβάν και ο οποίος με την κατάθεσή του ενώπιον του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου προσπάθησε να δικαιολογήσει τα πεπραγμένα του Ζ στην πρόκληση του ενδίκου ατυχήματος, καταθέτοντας πλήθος αοριστιών και αντιφάσεων, οι οποίες διαψεύδονται αυταπόδεικτα από το σύνολο του αποδεικτικού υλικού και τις αντιφάσεις στις οποίες υπέπεσε ο ίδιος ενώπιον του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου. Ισχυρίστηκε λοιπόν ο μάρτυρας των εναγόντων, με την κατάθεσή του ενώπιον του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου, ότι δήθεν ο αποβιώσας Ζ έκανε κάποιον "ελιγμό" για να αποφύγει κάποιο πρόβατο, που υποτίθεται ότι υπήρχε στην πορεία του, ότι δήθεν το αυτ/το του Ζ δεν προσέκρουσε στις μπάρες της οδού, ότι δήθεν ο συγγενής των εναγόντων μετά την πραγματοποίηση "μικρού ελιγμού" κράτησε το αυτοκίνητό του ευθεία, μέσα στο ρεύμα πορείας του, ότι δήθεν το αυτ/το του Ζ δεν εισήλθε στο αντίθετο ρεύμα κυκλοφορίας, ότι το φορτηγό εκινείτο στη διαχωριστική γραμμή των δύο ρευμάτων κυκλοφορίας, ότι η μπετονιέρα χτύπησε το αυτοκίνητο του Ζ δύο φορές (αριστερά και δεξιά), ότι τα ευρήματα της σύγκρουσης δεν βρέθηκαν στο ρεύμα πορείας της μπετονιέρας, ότι η μπετονιέρα εκινείτο με αυξημένη ταχύτητα, ότι η αρμόδια Αστυνομική Αρχή δεν αφαίρεσε την καρτέλα του ταχογράφου απ' το φορτηγό, (είναι αυτή που περιλαμβάνεται στην ποινική δικογραφία) κλπ.