Μοτοσυκλέτα
Aποζημίωση μετά από συμβιβασμό σε τροχαίο
Εάν γίνει τελικώς ο συμβιβασμός και οι δικαιούχοι λάβουν την αποζημίωση, μπορούν να προσφύγουν στο δικαστήριο αξιώνοντας παραπάνω αποζημίωση;
Ο Άρειος Πάγος αντιμετώπισε το ζήτημα αυτό στην υπ΄αριθ. 1175/2009 απόφασή του. Στην υπόθεση αυτή τα δικαστήρια κλήθηκαν να κρίνουν την υπαιτιότητα και την αποζημίωση που έπρεπε να καταβληθεί για θάνατο ποδηλάτη, βουλγαρικής υπηκοότητας, που συνέβη σε διασταύρωση, μετά από σύγκρουση του ποδηλάτου, στο οποίο αυτός επέβαινε, με αυτοκίνητο.
Μετά την απόφαση του Πρωτοδικείου, τόσο οι ενάγοντες (οι συγγενείς του θανόντος βούλγαρου ποδηλάτη), όσο και οι εναγόμενοι (η ασφαλιστική εταιρεία, ο κύριος και η οδηγός του ζημιογόνου οχήματος), άσκησαν έφεση και το Εφετείο εδέχθη ότι για το δυστύχημα ευθύνη φέρει κατά 50% η οδηγός του αυτοκινήτου, αλλά το άλλο 50% της υπαιτιότητας ανήκε στον ποδηλάτη, για τους λόγους που ειδικώς αναφέρονται στην απόφαση.
Με βάση την κατανομή αυτή της υπαιτιότητας μεταξύ των εμπλεκομένων στο τροχαίο, των συνθηκών του ατυχήματος, του είδους της βλάβης που επήλθε, της ηλικίας του θύματος (18 ετών) και της οικονομικής και κοινωνικής κατάστασης των διαδίκων, το Εφετείο προσδιόρισε ότι η εύλογη χρηματική ικανοποίηση των συγγενών (γονέων και αδελφών) του θύματος, λόγω ψυχικής οδύνης, αποτιμάται στο ποσό των 45.000 ευρώ για καθέναν εκ των γονέων και στο ποσό των 30.000 ευρώ για καθένα από τα αδέλφια του θανόντος.
Ωστόσο, πολύ πριν ασκηθεί η αγωγή και εκδοθούν οι αποφάσεις του Πρωτοδικείου και του Εφετείου, δηλαδή μόλις οκτώ ημέρες μετά τον θάνατο του ποδηλάτη, οι ενάγοντες συγγενείς του θύματος είχαν υπογράψει εξώδικο συμβιβασμό με την ασφαλιστική, δυνάμει του οποίου έλαβαν το ποσό των 10 εκατομ. δρχ. (30.0000 ευρώ) ως πλήρη αποζημίωση για όλες τις απαιτήσεις τους έναντι της ασφαλιστικής.
Όταν λοιπόν οι συγγενείς άσκησαν την αγωγή στα δικαστήρια αξιώνοντας πολύ μεγαλύτερη αποζημίωση, η ασφαλιστική ισχυρίσθηκε ότι λόγω του ήδη επιτευχθέντος εξωδίκου συμβιβασμού, είχε ήδη καταβάλει σε πλήρη και ολοσχερή εξόφληση στους συγγενείς του θύματος το συμφωνηθέν ποσό και επομένως ουδέν παραπάνω τους όφειλε, σύμφωνα με τον συμβιβασμό που είχαν οι ίδιοι υπογράψει με την ασφαλιστική.
Οι συγγενείς, αντιθέτως, ισχυρίσθηκαν στο δικαστήριο ότι η συμφωνία του εξώδικου συμβιβασμού ήταν άκυρη ως καταπλεονεκτική, διότι τις πρώτες μέρες μετά τον θάνατο του τέκνου και αδελφού τους είχαν άμεση ανάγκη χρημάτων και δεν γνώριζαν πλήρως τα δικαιώματά τους. Ισχυρίσθηκαν δηλαδή ότι τις μέρες εκείνες δεν είχαν καν χρήματα για να μεταφέρουν την σορό του θύματος στην Βουλγαρία, είχαν σοβαρά οικονομικά προβλήματα ως μετανάστες που είχαν έλθει στην Ελλάδα για εξεύρεση εργασίας και δούλευαν σε κτήματα και ότι η ασφαλιστική εταιρεία εκμεταλλεύθηκε την ανάγκη τους, αλλά και την απειρία τους περί του ύψους της αποζημιώσεως που ο νόμος τους έδινε δικαίωμα να διεκδικήσουν, επιτυγχάνοντας την υπογραφή εξωδίκου συμβιβασμού με τον οποίον η ασφαλιστική "έκλεινε" την υπόθεση καταβάλλοντάς τους μικρή αποζημίωση.
Το Εφετείο έκρινε και ο Άρειος Πάγος επικύρωσε ότι πράγματι η αποζημίωση που έπρεπε να καταβληθεί στους συγγενείς του θύματος ήταν μεγαλύτερη από το ποσό που προέβλεπε ο συμβιβασμός, διότι η ασφαλιστική εταιρεία προέβη στην κατάρτιση του συμβιβασμού μετά από γνώση της ανάγκης των συγγενών του θύματος, την οποία επωφελήθηκε και έλαβε ωφελήματα (καταβάλουσα μικρότερη αποζημίωση), τα οποία βρίσκονται σε προφανή δυσαναλογία με όσα θα έπρεπα κανονικά να τους καταβάλει.
Δεχόμενο το Δικαστήριο τους ισχυρισμούς των συγγενών του θύματος, τους επιδίκασε την αποζημίωση που ανωτέρω αναφέρεται, η οποία είναι πολύ μεγαλύτερη από το ποσό του εξωδίκου συμβιβασμού, παρά το γεγονός ότι το έγγραφο του συμβιβασμού όριζε ότι οι συγγενείς δεν θα είχαν αξίωση για μεγαλύτερη αποζημίωση από εκείνην που ελάμβαναν με τον συμβιβασμό.